Ημέρα Πρώτη.
Δεκέμβριος 2009.
Το παράθυρο είναι βρώμικο. Έχει σημάδια από μυγοχέσματα και βροχή ξεραμένη.
Δεν έχω τι άλλο να κάνω εδώ μέσα, παρατηρώ τα σημάδια.
Σε μισή ώρα τρώμε.
-----------------------------------------------------------------------------------
Το φαγητό ήταν μέτριο. Αρακάς σχεδόν κρύος και τίγκα στη λαδίλα. Αλλά πεινούσα.
Κάθισα άκρη άκρη στο τραπέζι.
Τον αρακά τον τρώγαμε με κουτάλι. Τόσο πολύ λάδι και ο αρακάς σαν ανεμοβλογιά του βάζελου.
Ενός το κουτάλι ήταν κυρτωμένο. Γιούρι Γκέλλερ φάση. Νομίζω πως έφαγε με ακροβατικές κινήσεις.
Βασικά δεν κοίταζα και πολύ.
Κάθισα στο τραπέζι με τους λιγότερους ανθρώπους.Προσφέρθηκα να βοηθήσω στο καθάρισμα.
Προτιμώ τη χερωνακτική εργασία όταν πονάει το μυαλό μου.
--------------------------------------------------------------------------------------
Σουρουπώνει. Το μαγικό μούχρωμα. Με συνεπαίρνει πάντα.
Νομίζω μου μιλάει καμιά φορά.
Σήμερα, λέει , είναι ανάδρομη η Αφροδίτη. Κι εγώ, λέει, έχω στον κυβερνήτη μου Αφροδίτη (!)
Αλήθεια;
Έχει ειδήσεις. Μαλακίες. Ζώδια στις ειδήσεις. Πφ.
Νύχτωσε ρε.
Επιτέλους.
Νύχτωσε.
Τσιγάρο.
-----------------------------------------------------------------------------------
Φανελάκι-
Πυτζάμα-
Πόδια-
Δόντια-
Έτοιμοι, που λέει κι ο Ρουβάς.
Για τον ύπνο μάλλον χρειάζομαι καινούργια σελίδα.
Δεν το'χω.
------------------------------------------------------------------------------------------------------
Ημέρα δευτεράντζα. Παραλίγο αλλού.
Σημερα ηταν να παμε μια εκδρομη σε ενα χωριο εδω κοντα και μολις ξυπνησαμε ειδαμε εξω απο τα παραθυρα χιονι. Ε και κατσαμε μεσα.
Εμενα μου ειχε ταξει ενας τυπος οτι θα μου εβρισκε τη διευθυνση μιας γριας που διαβαζε το μελλον στις κορες των ματιων- ποσο σπουκυ..μπρρ , αλλα τελικα μου ειπε οτι η γρια επαθε κατι σαν εμφραγμα ή εγκεφαλικο (?), δε θυμαμαι, τα μπερδευω αυτα επειδη ξεκιναν απο Ε και τωρα πρεπει να περιμενουμε να δουμε αν και ποτε θα γινει καλα.
Μετα απο καμποση ωρα κι αφου ειχα ταχτοποιησει ολα τα υπαρχοντα μου στα συρταρια αποφασισα να παω να παρω εναν καφε και να κατσω στο παραθυρο και να κοιταζω εξω.
Η κοπελα στο μπαρ ηταν πολυ ευγενικη και δε με κοιταξε καθολου παραξενα, παρα τα σπασμενα μου δοντια και το σημαδι στο κουτελο. Μπορει και να της ειχαν μιλησει για μενα, βασικα, και απλα να ηταν ευγενικη και διακριτικη. Δεν μπορει, ολο και καποιος θα της σφυριξε οτι ''ο -τυπος- που -δε- μιλαει -και -κοιταει- απ'το- παραθυρο « εχει περασει μεγαλη φουρτουνα κι εφαγε της χρονιας του επειδη βρεθηκε στο λαθος σημειο τη λαθος ωρα.»
Μου'φτιαξε τον καφε, ενευσα ''ευχαριστω'' κι αρχισα να φυσαω το αχνιστο κυπελλακι. Με αυτην τη μυρωδια νομιζω συνερχομαι. Εχω κατι αναλαμπες που και που. Βλεπω κανα γλαρο να κανει τα αεροπλανικα του και με πιανω να μειδιω. Παλιοτερα χαμογελουσα κιολας. Αλλα τοτε δε μου ειχανε σπασει τα δοντια.
------------------------------------------------------------------------
Για μεσημεριανο ειχε παλι μια αηδια -απορω ποιος διαλεγει το μενου, κρεας κονσερβα και σαλατα λαχανο. Ειδα τον μαγειρα να κουβαλαει τα λαχανα βαστωντας τα κατω απο τις βρωμερες του μασχαλες και μετα φανταστηκα να τα κοβει, ετσι απλυτα, σε μπωλ, και να τα μοιραζει σε δισκους. Μου ανεβηκε ο καφες, κοντεψα να ξερασω και μονο στην ιδεα.
Ο τυπος με το Γιουριγκελλερκουταλι σημερα εφαγε μονο το λαχανο, θαυμασια επιλογη, σκεφτηκα απο μεσα μου, και μαλιστα το'φαγε με τα χερια. 'Ιου. Δεν ηθελα να το κανω αλλα ασυναισθητα το βλεμμα μου επεσε πανω στα δαχτυλα του, με τα κοντοκομμενα βρωμικα νυχια και το λιγδερο νυχακι του μικρου δαχτυλου γεματο απο πουρι αυτιου, μεγαλωμενο γι'αυτον ακριβως το σκοπο, για να γινει συλλεκτης πουριου. Λιαξ δηλαδη, ξερναω επιτοπου.
Δεν εφαγα τιποτα.
------------------------------------------------------------------------------------------
Το απογευμα δεν ειχα τιποτα να κανω και φορεσα τα ακουστικα απο το εμ-πι-θρι μου και ονειρευτηκα πρασινα λιβαδια και δεντροσπιτα και κουνιες και ποταμια κι ενα αλογο που μου ειχαν χαρισει οταν ημουν μικρος και που δεν προλαβα ποτε να καβαλησω αφου μας το κλεψαν κατι τσιγγανοι-αληθεια, τι απεγινε αραγε ο Τσοκο, ετσι τον ελεγα γιατι ηταν καφετης, ενα μικρο καφετι πουλαρι με ενα λευκο σημαδι στο μετωπο.
Με τουτα και με κεινα με πηρε ο υπνος και ουτε τα δοντια μου επλυνα. Νομιζω οτι αποφευγω ο,τι μου θυμιζει την καταντια μου.
Αν δεν ειχαν σπασει τα δοντια μου εκεινοι οι μαλακες τωρα ολα θα ηταν αλλιως.
Ή μπορει και οχι.
----------------------------------------------------------------------
Ημέρα πολλοστή, δε θυμάμαι. Πάει καιρός από την τελευταία φορά που άνοιξα το τετραδιάκι αυτό που μου θυμίζει δημοτικό. Το είχαμε αγοράσει από ένα παρακμιακό μπακαλικάκι σ’ ένα ξεχασμένο χωριό κάπου στην άκρη του χειμώνα. Σίγουρα θυμάμαι τα άσπρα σου παπούτσια και που μίλαγες με τη θεία Θεανώ σ’ ένα καρτοτηλέφωνο. Μακρινό, φαντάζει, πολύ. Πόσο, 5 μήνες πριν να’ ταν; Δεν ξέρω, αλήθεια.
Τελικά από όσα σχεδιάζαμε ή περιμέναμε δε συνέβη τίποτα. Απολύτως. Κάποιος μπέρδεψε τις διαφάνειες με τα όνειρα ή τις προτιμήσεις και βρέθηκα τυλιγμένος με μεμβράνη φαγητού αντί γι’ αυτό που είχα παραγγείλει από τη ζωή μου.
Ήτανε μέρες που δεν τρώγαμε ποτέ και μια φορά που πρόκαμα να βάλω δυο μπουκιές στο στόμα μου, βρήκα ένα αιχμηρό κομμάτι από άσπρο πλαστικό σαν αυτά που ζουπάμε γύρω απ’ το ψωμί του τοστ για να μείνουν φρέσκα. Και αηδίασα κι ας ήταν παστίτσιο. Μετά είχε πάλι μπάμιες, σπανακόρυζο, μπάμιες, αγκινάρες, κρέας που μύριζε άγρια δύση και ήλιο και σαπίλα και κοράκια από πάνω να κρώζουν χαιρέκακα γυροφέρνοντας την απρόσμενη τούτη λεία. Κάποτε έλεγαν θα τρώγαμε και παγωτό αλλά απ’ ότι έμαθα μόνο παγωτό δεν ήταν αυτό και δεν δοκίμασα ποτέ.
Μέρες τώρα μακριά από ‘κει και δεν ξέρω αν πρέπει να θυμάμαι ή να ξεχνάω. Σίγουρα πολλά αξιόλογα συνέβησαν αλλά τα πιο κραυγαλέα ήταν τα αρνητικά και δε νομίζω πως μου κάνει καλό να τα θυμάμαι. Τουλάχιστον όχι ακόμα.
Σε αυτό το τετράδιο είχε αφήσει μια φορά διπλωμένο μέσα ένα γράμμα μια γκόμενα. Έκανα καιρό να το ανακαλύψω και ομολογώ πως το διάβασα τυχαία σε μιαν ανύποπτη χρονική στιγμή και αφού είχα πείσει τον εαυτό που πως δε μου άξιζε και με έπειθα σιγά σιγά πως την ξεπέρασα. Αλλά, δεν. Έκανα λάθη. Ποιος δεν κάνει. Αλλά μετανιώνω που φέρθηκα τότε σαν κόπανος. Θα μπορούσε αυτός ο γαμημένος μου εγωισμός να την είχε συγχωρέσει. Θα μπορούσα βασικά να έχω παραδεχτεί εγκαίρως το πόσο την αγαπώ και τη χρειάζομαι για να παραμείνει ο κόσμος μου γεμάτος εξοχές και σύννεφα και ταξίδια αστρικά και καύλα ως το θεό. Αλλά δεν το έκανα. Και πέρασε ο καιρός κι εκείνη έπρεπε να φύγει κι εγώ νόμιζα ότι έπρεπε να το παίξω άντρας και να την αφήσω να φύγει. Πικραμένη, μόνη και άδεια. Είχα ανέβει τη μέρα που έφευγε πάνω στο βουνό κι έβλεπα το λεωφορείο της να χάνεται στο φιδωτό δρόμο. Και έκλαψα σα μωρό. Είχα πέσει πάνω στις πευκοβελόνες και έκλαιγα τόσο δυνατά που τρόμαξα κι εγώ ο ίδιος με τη φασαρία που έκανα. Φυσικά δεν το είπα σε κανέναν, δεν το ξέρει κανείς, εκείνη δεν θα μάθει ποτέ τι μου συνέβη εκείνο το καλοκαίρι.
Άρχισε να βρέχει, καλύτερα να κλείσω το παράθυρο.
Εκείνο το κορίτσι μου λείπει θανάσιμα.
Τη φώναζα ‘’καλοκαίρι’’.
Φυσάει κιόλας. Τι κάθομαι και θυμάμαι. Ας κλείσω το παράθυρο.
Θα διαβάσω μία ακόμα φορά το γράμμα της και θα πέσω για ύπνο.
Πάρ’τα μαλάκα. Το κορίτσι σ’αγαπούσε. Μαλάκα.
πήγε σήμερα στη δουλειά πάλι με βαριά καρδιά, όπως και χτες και προχτές, όπως και αύριο και όλες τις υπόλοιπες μέρες. κοίταξε στα κλεφτά από τις ξύλινες χαραμάδες, δεν είδε καμία κίνηση από απέναντι και ανάσανε με ανακούφιση. διέσχισε το δρόμο, ακολούθησε τη γνωστή διαδρομή,έφτασε στον προορισμό της με ένα σωρό σίδερα να σφυροκοπάνε το κεφάλι της. αν ήταν άλλη μέρα θα έψαχνε να βρει ευκαιρίες να περάσει από εκεί και να καθυστερήσει επίτηδες στη διαδρομή βρίσκοντας χίλιες αφορμές. όχι όμως, σήμερα. ούτε και χτες, ούτε κι αύριο, ούτε και τις υπόλοιπες μέρες.
λούστηκε κι έβαλε εκείνο το αφρόλουτρο που πήγαινε σετάκι με την κρέμα σώματος και που τόσο τον τρέλαινε. που τη φιλούσε και δεν χόρταινε να ρουφάει τη μυρωδιά της, που έσκιζε τις σάρκες της για να τις φάει εκείνος και να κοιμηθεί ήρεμος και ευτυχισμένος στα μικρά της μπράτσα που μύριζαν έρωτα και κανέλα.
άνοιξε διάπλατα το παντζούρι κι όρμησε μέσα το γιασεμί από την απέναντι αυλή. χώθηκε αυθάδικα στα ρουθούνια της και κατέβηκε γρήγορα ως τα πνευμόνια, βούτηξε στο αίμα, πήγε βόλτα ως κάτω χαμηλά στ' ακροδάχτυλα και γύρισε πίσω φορτσάτα για να γίνει άρωμα τριπλής απόσταξης αναβλύζοντας από τα λυπημένα της μάτια.
ντύθηκε βιαστικά χωρίς να βάλει κρέμα προσώπου, αποφεύγοντας έτσι άλλη μία μοιραία συνάντηση με τη μυρωδιά του γιασεμιού που τόσο πολύ της θύμιζε εκείνον και που τώρα πια η θύμησή του μόνο πόνο της προκαλούσε.
αυτήν τη φορά είχε προκαλέσει τον εαυτό της να αφεθεί και να μη σημειώνει ημερομηνίες, να μη φυλάει εισιτήρια και αποδείξεις, να μη βγάζει φωτογραφίες και να μην αποθηκεύει κάθε στοιχείο που θεωρούσε σημάδι. αυτήν τη φορά είχε πει πως δε χρειαζόταν να ζει σε κανέναν πύργο κρυμμένη και πως μπορούσε να αφεθεί σε κάτι που έμοιαζε τόσο τρελό όσο ο έρωτας, σε κάτι που ήταν τόσο αγνό όσο η αγάπη. είχε πει πως άξιζε απλά να ζήσει και αφέθηκε εντελώς. και για μερικές στιγμές είχε καταφέρει να αγγίξει την ευτυχία και να γεμίσουν τα μάτια της δάκρυα από την ανείπωτη χαρά. και ήταν κάτι που δεν το περίμενε, που δε φανταζόταν, που όσο κι αν είχε ονειρευτεί δεν μπορούσε να φτάσει μέχρι εκεί ούτε καν με το νου.
τότε ήταν ο χρόνος συμπαγής και ελαστικός. ήταν οι μέρες γεμάτες και οι ώρες απλά ψηφίδες που γέμιζαν το μωσαϊκό του χρόνου με σχήματα και χρώματα. καμία νεκρή αγάπη δεν μπόρεσε να φτάσει το μεγαλείο αυτής της αγάπης. καμία μουσική δεν μπορούσε να συγχρονιστεί με τα παλλόμενα σώματά τους σ'αυτόν τον άγριο χορό και καμιά μελωδία δεν μπόρεσε μέσα της να κλείσει τα σ'αγαπώ και τα φλεγόμενα μες στο σκοτάδι μάτια τους που αχόρταγα κοιτάζονταν βαθιά.
όσα φεγγάρια τους συνόδευαν στα κρυφά τους νυχτέρια κοκκίνιζαν από ντροπή κι όσα αστέρια άντεξαν από τη φωτιά και δεν σκόρπισαν στη θάλασσα σε ασημένια βροχή, θα θυμούνται για καιρό δυο καρδιές να τρέμουν από έρωτα και να τυλίγονται η μία πάνω στην άλλη σαν να μην υπάρχει αύριο.
τα ζεστά τσιμέντα στην ταράτσα και η όπερα στο λιμάνι, τα γέλια και η ησυχία εκεί πάνω, τα παθιασμένα φιλιά και οι ατέλειωτες αγκαλιές, ένα ποτό που μοιραστήκανε, κάτι φωτογραφίες που βγήκαν κουνημένες μα τόσο όμορφες, μία μπουγάδα γεμάτη άσπρα σώβρακα, δυο τούβλα, μερικά νεκταρίνια, μάτια, δόντια, χείλη.
λέξεις και αστεία, πώς γίνεται μερικά πράγματα να είναι τόσο πεζά και στον έρωτα να παίρνουν όψη μαγική, πώς γίνεται το ίδιο πράγμα να το λες πενήντα χρόνια αλλιώς και μέσα σε μια στιγμή αυτό ν'αλλάζει έννοια. και να σ'αρέσει που αλλάζει. δεν ξέραν τι να κάνουν με τα χέρια τους, αυτά τα χέρια που είχαν πιάσει κι είχαν χαϊδέψει τόσα πράγματα και τόσα κορμιά, δίχως νόημα, δίχως υπόσταση, δίχως αγάπη.
μια παραλία που άκουσε τόσα επιφωνήματα θαυμασμού από κόσμο ξένο, μια παραλία που έμπηξε μια πινέζα βαθιά στην ψυχή για να θυμίζει εκείνο το απόγευμα το ονειρεμένο. που είχε κάστρα στην κορφή και κοχύλια στις χούφτες. με μια λυπημένη στην άμμο γοργόνα που ένα γυμνό πόδι τη σημάδεψε στην επίπεδη κοιλιά. που την αγκάλιασε με όλη του την αγάπη ο ουρανός και της έστειλε όλα του τα σύννεφα με αφρούς και ξέφτια κόκκινα και γκρι για να την τυλίξουν στοργικά. που ως και η βροχή κατέβηκε μαλακά να τη χαϊδέψει και να την ποτίσει με έρωτα. που το φεγγάρι γελούσε κι έλεγε θα μείνω εδώ για πάντα, μαζί σου, γιατί σ'αγαπώ και μ'αγαπάς και είναι μόνο αυτό που μετράει και τίποτα πια στον κόσμο αυτό δεν έχει αξία.
που ένα κορίτσι ήταν το καλοκαίρι κι ένα αγόρι ήταν ο μόνος ήλιος αυτής της εποχής.
1 pLAymObIL:
Στα χειροτερότερά μου, το σπίτι λαμποκοπάει. Δεν ξέρω αν το προτιμώ τόσο παστρικό παρά ταύτα.
Δημοσίευση σχολίου