4/8/10

Εκείνο Το Καλοκαίρι





'Η αλλιώς, Μακάρι Να Είχες Θυμώσει

Στο πιάτο τρεις φράουλες. κόκκινες, λαχταριστές. βάζει μισή στο στόμα και ρουφάει το χυμό. είναι τραγανή- την καταπίνει ολόκληρη και βγάζει έναν αναστεναγμό ικανοποίησης.

ο ήλιος δε ρώτησε κανέναν και όρμηξε στα παράθυρα. Γέμισε το δωμάτιο πορτοκάλια. πατάει ξιπόλυτη τα σχήματα, στο κίτρινο ζέστη, στη σκιά πιο νορμάλ. τραβάει τις λαδί κουρτίνες και το φως μπαίνει φιλτραρισμένο. τώρα νιώθει πως βρίσκεται στον ελαιώνα, μακριά, στο χωριό, παρέα με τα τζιτζίκια και τη μυρωδιά του ζεστού χώματος.

ονειρεύεται το καλοκαίρι. άμμο και κοχύλια. αλάτι ξεραμένο στο δέρμα. στραβοπατημένες σαγιονάρες, σανδάλια δερμάτινα . μαλλιά ατίθασα και μπλεγμένα απ' τον αέρα. πλάτη δυνατή απ'τις απλωτές, σημάδι λευκό σ' ολα τ'απόκρυφα του κορμιού. πολύχρωμα μαγιώ και πετσέτες νωπές απλωμένα στο σύρμα. Ζουμιά από καρπούζι μέχρι τα’ αυτιά, μύγες τριγύρω, χαχανητά, καλαμπόκι ψημένο, ηλιόσποροι με αλάτι.

μαζεύει τα πράγματά της. δεν θα φύγει. θέλει απλώς να τα'χει έτοιμα για παν ενδεχόμενο. να βρει πρώτα νησί ν'αράξει. φίλους κάνει πολύ εύκολα, δεν ανησυχεί. αν είχε σκύλο θα τον έπαιρνε μαζί. έχει ποδήλατο και σκέφτεται πώς θα τα ταιριάξει. να χωρέσουν τ'απαραίτητα.

στη λαϊκή σήμερα ζήλεψε τα κόκκινα της ντομάτας και τα πράσινα της πιπεριάς. το κίτρινο του λεμονιού τη γέμισε αισιοδοξία και τα λογής λογής μπουκέτα της φώναζαν να τ'αγοράσει. ένα πορτοκαλί δυνατό, εκτυφλωτικό , της ζήτησε να φαγωθεί: ΦρέσΚαρότα. Κάνουν καλό και στο μαύρισμα.

Στο δρόμο ένα παιδί με βρώμικα γόνατα και φλογισμένα μάγουλα της φώναξε ‘’έϊ κοπέλα’’ και κρύφτηκε πίσω απ’ το κόκκινο ντάτσουν. Μια γάτα που ήλιο νωχελικά εκείνη την ώρα μάζευε πήδηξε απ’ την καρότσα και βούτηξε σ’ έναν κάδο. Τόσο ντελικάτη κι όμως δεν την πτοεί η ξινή, βαριά μυρωδιά απ’ τα σκουπίδια .



Στο ισόγειο της πολυκατοικίας είχε δροσιά και το ποδήλατό της γυάλιζε προκλητικά χαρούμενο στη γωνιά του. Ανέβηκε μερικούς ορόφους και ταχτοποίησε τα φρούτα κι όλα τα υπόλοιπα στο ψυγείο. Άνοιξε το κρύο νερό και χώθηκε ολόκληρη μέσα στην κρυστάλλινη δροσιά του.

Παλιά , πολύ παλιά, αγαπούσε ένα αγόρι από μακριά- παλιά αγαπούσε πολλά αγόρια αλλά αυτό είναι άλλο κεφάλαιο- τότε που αγαπούσε αυτό το ένα αγόρι, το πρώτο, νόμιζε πως είχε βρει το κλειδί για έναν άλλο κόσμο. Και πως όσα ζούσε την έκαναν κοινωνό και συμμέτοχο σε κάτι κρυφό. Συνένοχοι. Είχανε πάει διακοπές σ’ένα νησί και είχαν κάνει σεξ μες στο ντους, την είχε αιφνιδιάσει, θυμάται. Της είχε αρέσει όμως, πολύ. Κάτι πρωτόγνωρο, κάτι πιο άγριο και μαζί τρυφερό. Μια ένωση. Οι δυο τους και το νερό.



Μετά μια άλλη φορά που αγαπούσε ένα άλλο αγόρι -για λίγο μόνο, μετά αυτός αρραβωνιάστηκε μιαν άλλη- είχανε πάει στο δάσος και δοκίμασαν κορμούς δέντρων που μύριζαν ρετσίνι, χώματα με πευκοβελόνες και σπηλιές που μύριζαν μούχλα. Μια περιπέτεια που άφησε πίσω της μια οσφυαλγία, ρούχα με κολλημένο ρετσίνι και τριμμένα απ’ το χώμα σορτσάκια.



Μια μέρα, στη μικρή πόλη που σπούδαζε, είχε εξεταστική και αγαπούσε ένα άλλο αγόρι που την πήρε τηλέφωνο όταν εκείνη βγήκε βόλτα στη λίμνη και της είπε να πάει να τον βρει κάπου νότια για διακοπές, 17 ώρες δρόμο. Κι η χαζή πήγε. Αλλ’ αυτός την παράτησε μόνη για 2 μερόνυχτα σ’ ένα δωμάτιο σάπιο και στενό ψηλά σ’ ένα λόφο κι εκείνη ζεσταινόταν, φοβόταν, λυπόταν και την καρδιά της αλώνιζαν ξυράφια απ’ τον πόνο. Στα πόδια της η θάλασσα στραφτάλιζε. Την είδε μόνο δυο φορές, όταν πήγαινε εκεί κι όταν έφυγε. Όπως κι εκείνο το αγόρι που την είχε καλέσει εκεί για διακοπές. Δυο φορές.



Ένας άλλος που αγαπούσε αλλά δεν το’ ξερε ως τότε, την πήγαινε βόλτες μεγάλες και της φερόταν σα μωρό , της μαγείρευε και την πήγαινε σινεμά ή για ψώνια, σ’ εστιατόρια και μπυραρίες και παντού όλη τη νύχτα κι ήταν ο φίλος του άλλου που αγαπούσε και δεν έπρεπε, τη φίλησε ένα βράδυ με πανσέληνο σ’ ένα μπαλκόνι με θέα Ακρόπολη κι ήρθε το σύμπαν άνω κάτω.

Μια νύχτα που είχαν πιει της έκανε κακό κι εκείνη το κατάλαβε μετά από μέρες. Στη διαδρομή για το νοσοκομείο σκεφτόταν τι της συνέβη και η κατάστασή της επιδεινώθηκε. Εκείνη δεν του ξαναμίλησε. Εκείνος δεν την έψαξε ποτέ. Δεν ζήτησε καν συγγνώμη. Της άφησε όμως προίκα. Από τότε όποτε της συμβαίνει κάτι άσχημο και έντονο παραλύει και δεν μπορεί να αναπνεύσει ή να μιλήσει. Όπως τότε.



Πρόσφατα ερωτεύτηκε ένα αγόρι αλλιώτικο από τα άλλα, από τα προηγούμενα και από όλα, γενικά, που είχε αστράκια στα μάτια και στην καρδιά χρυσάφι και όταν την κοίταζε ένιωθε μια αόρατη κουβέρτα να την σκεπάζει και ασυναίσθητα χαμογελούσε και πλημμύριζε με χαρά, ενθουσιασμό, αγάπη, αφοσίωση κι ήθελε να τσιρίξει αλλά κυρίως σώπαινε γιατί ήταν κάτι πολύ μαγικό και μυστήριο και το φύλαγε για τον εαυτό της.

Κι όλες οι βόλτες τους με ανοιχτά παράθυρα είχανε φούσκες που χαρούμενα πετούσαν κι άφηναν πίσω τη μαμά σαπουνάδα, λιχουδιές και νόστιμα φαγητά, πασαλειμμένα μούτρα από παγωτό, φιλιά σαν γλυκιές φράουλες. Αυτή η τελευταία της αγάπη είχε πολλά κοινά με την άλλη, την πρώτη της.



Ο πρώτος που αγάπησε παρέμενε για χρόνια ο καλύτερός της φίλος. Κι ας ήταν μακριά. Ο δικός της άνθρωπος. Τυχαία μονάχα μία φορά μέσα σε 7 χρόνια τον είδε στο δρόμο και καταχάρηκε. Φιλιά, αγκαλιές, να βγούνε για καφέ επιτέλους να τα πουν σαν άνθρωποι. Δεν έγινε ποτέ. Όλο έλεγε να του τηλεφωνήσει να βγούνε και πάντα κατέληγαν να τα λένε από το τηλέφωνο, μια έλειπε εκείνος μια δεν μπορούσε αυτή. Τον σκεφτόταν γιατί του είχε στείλει και μήνυμα προχτές αλλά αυτός δεν της απάντησε. Χαμογέλασε πικρά.



Απ’ το ονειροπόλημά της και τις καλοκαιρινές αναμνήσεις της την έβγαλε ο ήχος του κουδουνιού που πρέπει να χτυπούσε εδώ και κάμποση ώρα. Σκουπίστηκε βιαστικά με μια απαλή, μεγάλη πετσέτα και στάζοντας, ακόμη, κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Από το ματάκι μπόρεσε να διακρίνει το ξυρισμένο κεφάλι του συμφοιτητή της που η τύχη θέλησε να τους κάνει και γείτονες. Ιδρωμένος και πολύ, πολύ ταραγμένος.


Η πόρτα άνοιξε με ένα δυσοίωνο τρίξιμο, ένα παράθυρο κάπου έκλεισε δυνατά από τον αέρα. Έναν μπαμ σαν πυροβολισμός, κατευθείαν στο στόχο. Το στόμα του αγοριού ανοιγόκλεινε μα εκείνη δεν άκουγε, ένα βουητό κάλυπτε τα πάντα, τον κοίταξε για μια στιγμή σα χαμένη και μετά μαύρισε ο τόπος γύρω της. Η αναπνοή της δεν έφτανε ως τα πνευμόνια. Τα πλευρά της πάλλονταν απεγνωσμένα. Η καρδιά της για μερικά δευτερόλεπτα σταμάτησε να χτυπάει. Η τυλιγμένη στο κεφάλι πετσέτα προστάτευσε το κρανίο της από το να συντριβεί καθώς εκείνη σωριαζόταν πελιδνή και αναίσθητη στο μάρμαρο.



Όταν άνοιξε τα μάτια αντίκρισε ένα ξένο δωμάτιο, με τοίχους υποκίτρινους και γυναίκες με

καπελάκια, σύριγγες και λευκές στολές. Όταν κατάλαβε πού βρισκόταν και τι είχε συμβεί δυο μικρά ρυάκια άρχισαν να τρέχουν από τα μάτια της και να κυλάν στο πηγούνι, στο λαιμό, στις λακουβίτσες των αυτιών της, στο στήθος της. Γύρισε το κεφάλι από την άλλη κι έκλεισε τα μάτια. Ο πόνος οξύς, διαπεραστικός, στην καρδιά. Δε μιλούσε για μέρες. Νευρικό κλονισμό, το είπαν, ανάπαυση και υπομονή, θα συνέλθει με τον καιρό, συνέστησαν οι γιατροί.


Ήρθε να τη δει ο συμφοιτητής της. Εκείνος την είχε μεταφέρει στην κλινική που νοσηλευόταν. Με καρτερία και ελπίδα κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια του γιατί δεν ήθελε να πιστέψει εκείνο που της είχαν ψελλίσει τα χείλη του, τότε, στο σπίτι της. Βούτηξε στο βλέμμα του, στις δυο μικρές λίμνες που είχαν αρχίσει να ξεχειλίζουν από απόγνωση και πόνο. Εκείνος χαμήλωσε το κεφάλι, δε μίλησε. Τι να έλεγε άλλωστε. Της έσφιξε μόνο για μερικές στιγμές το χέρι. Γύρισε από την άλλη , σφάλισε τα μάτια και για μία ακόμη φορά ένα βουβό κλάμα της κράτησε συντροφιά για τις επόμενες μέρες και νύχτες.



Θυμόταν την πρώτη της αγάπη. Ήταν πια φίλοι, παραπάνω από φίλοι, ήταν οικογένεια. Αόρατοι δεσμοί τους ένωναν, δυο θάλασσες τους χώριζαν, ένας εφηβικός άγουρος έρωτας που εξελίχθηκε σε βαθιά ανθρώπινη αγάπη τους κρατούσε μαζί στον αιώνα τον άπαντα. Παντού και για πάντα.


Το απομεσήμερο εκείνο του Ιούλη που χτύπησε η πόρτα εκείνη έτρεξε όπως όπως με τα νερά να στάζουν από πάνω της, για να ανοίξει στον καλό της φίλο και συμφοιτητή. Χίλιες φορές από τότε ευχήθηκε μέσα της σιωπηλά να μην είχε ακούσει ποτέ το κουδούνι.


Ανοίγοντας, σκεφτόταν ακόμη, ότι του είχε στείλει μήνυμα , του πρώτου της έρωτα, να δει τι κάνει κι αναρωτιόταν γιατί δεν της απάντησε. Μήπως δεν είχε μονάδες ή μήπως με κάτι είχε θυμώσει μαζί της και την απέφευγε? Κι αν ναι, τι να’χε πει ή κάνει και να τον είχε θυμώσει? Αυτός πάντα της έστελνε κάτι, έστω και κάτι άσχετο. Δεν της απάντησε, δεν την πήρε τηλέφωνο, γιατί, ρε γαμώτο..








Γιατί είχε σκοτωθεί.








Έχει περάσει ήδη ένας χρόνος και ακόμη κλαίει τα βράδια. Δε μιλάει ποτέ πια γι’ αυτό. Λίγο αλλόκοτη, με ξαφνικά ξεσπάσματα και συννεφιασμένα μάτια. Την έχουν συνηθίσει. Μα δε ρωτάνε. Ξέρουν. Αυτό που εκείνη δεν ξέρει είναι πού τον έχουν θαμμένο, να πάει να αφήσει μερικά λουλούδια και να του πει τα νέα της κι ένα τρυφερό αντίο. Θυμάται μόνο, χαζεύει χαμόγελα ξεθωριασμένα σε παλιές κορνίζες και διαβάζει μανιωδώς τα ημερολόγιο εκείνης της εποχής, τότε που ακόμα ήταν στον κόσμο των ζωντανών και γελαστός της χάριζε τον κόσμο και λουλούδια και βέρες στα κρυφά, την πήγαινε βόλτες με το μηχανάκι και διακοπές και την κερνούσε τα βαριά του τσιγάρα.


Κι αν την αξιώσει ο θεός να γίνει μανούλα, θα ζητήσει από τον άντρα της να δώσουν σε ένα μωράκι τ’ όνομά του. Θα καταλάβει.

4 pLAymObIL:

miss little sunshine είπε...

Κατερινάκι μου,
Εχω να πω τα εξής. Διάβασα με τεράστια προσοχή και αυτην σου την ανάρτηση. Και ξέρω πως πολλές φορές η ανάγκη σου να βγαίνεις προς τα έξω χαρούμενη, πηγάζει από μία ανάγκη να καλύψεις εσωτερικό πόνο.Ποιό όμως το καλό με δαύτον; Σου βγαίνει τρομερά δημιουργικά και με πολύ ενδιαφέρουσα γραφή. όλο εικόνες. Μ αρέσει πάρα πάρα πολύ ο μελαγχολικός σου λόγος. Σε φιλώ!

k* είπε...

agapimeni mou filinada se ypereyxaristw gia ta kala sou logakia. exoun idiaiteri varytita otan ta les esy oxi mono giati katexeis ksexwristi thesi stin kardia mou alla kyriws giati sevomai poly tin apopsi sou k mou aresei panta o tropos pou vlepeis ta pragmata:)
me sygkineis.
dystyxws i texni gennietai mesa apo ton pono, an mporei kaneis na xaraktirisei ws texni ta prwtoleia deila vimata mias xazoviolas-pou-katapianetai-me-o,ti-tis-kapnisei , lol.
ennoeitai pws 1000 fores tha protimousa na min eixa grapsei tipota arkei na itan zwntano to paidi. alla.. :/
opws kai na'xei
kai pali eyxaristw
kai se agapw
kai sou stelnw filia pasaleimmena me krema giwtis tsikoulata pou molis katavroxthisa!
:*
k*

Ανώνυμος είπε...

Η υποψία "μη μείνουμε μόνοι" μας κάνει πολλές φορές να ζητάμε επικοινωνία με ανθρώπους που έφυγαν απ΄τη ζωή μας επί του πρακτικού, μα μένουν πάντα στη θύμηση και την καρδιά μας..
Κι όταν ανακαλύπτουμε ότι δεν έχουν φύγει απλά απ΄τη ζωή μας, μα (ξ)έφυγαν κι απ΄ τη ζωή την ίδια..ο πόνος κι η μελαγχολία μας κυριεύουν..
(..κι όσο σκέφτομαι ότι κάποια στιγμή ο πόνος κι η μελαγχολία θα χαθούν..φοβάμαι..)

Πολύ όμορφο το κείμενο για μια ιστορία με άσχημο τέλος..
Λυπάμαι..εύχομαι η ανάμνηση να είναι παρούσα μέχρι εκεί που αντέχεις...

DukeTravellington είπε...

τόσο απλοϊκά γραμμένο - εννοώ σα να μην πέρασε ο χρόνος για σένα, το κορίτσι που γράφει - αλλά και τόσο συγκινητικό...
δεν σου κρύβω ότι δάκρυσα...

Template by:
Free Blog Templates

eXTReMe Tracker