6/2/10

λέλε μάικω



Ήταν μια μέρα που τα πουλιά πετούσαν χαμηλά,τρομαγμένα, σαν βέλη μαύρα που έτρεχαν.Ήταν κι ο ουρανός που'χε τυλίξει τους πάνω ορόφους των σπιτιών σα να τ'αγκάλιαζε.Όταν ξεκίνησε να βρέχει μούσκεψαν και τα μάγουλά της.Δάκρυα στα τζάμια κι αέρας παγωμένος που έμπαινε απ'τις χαραμάδες.

Θυμήθηκε τότε, που ήταν μικρούλα και πήγαινε στη γιαγιά.Έψηναν κάστανα στη σόμπα που μπουμπούνιζε-η γιαγιά ήταν κρυουλιάρα σαν εκείνην-, έβαζαν φλούδες μανταρίνι και μοσχομύριζε το δωματιάκι. Έξω είχε κρύο, σχεδόν πάντα βροχή, μελαγχολία, τοπία γκρίζα.Ο στάβλος της Πανάγιως, το σπίτι της Βαγγελιώς, η αυλή της κυραλεξάνδρας.Καμιά τους σήμερα δεν ζει. Όταν ήταν εκεί δεν ήταν κατηφής.Μια αγάπη σαν μυρωδιά από καμμένη ζάχαρη την πλημμύριζε, τη γέμιζε, τη μεθούσε.Διάβαζαν από φυλλάδες της εκκλησίας τα θαύματα της Αγία Ειρήνης, για στέρφες μάνες που γεννούσαν δίδυμα, για ανίατες ασθένειες που η δύναμη της πίστης εξαφάνιζε,για τυφλούς που ξανάβρισκαν το φως τους, για θαύματα.Τα βράδια στην ασπρόμαυρη τιβι παρακολουθούσαν με κατάνυξη και δέος τον Ιησού από τη Ναζαρέτ. Έπλεκε η γιαγιά πατούνια. Και μαγείρευε. Της έφτιαχνε πιτουλίτσες με κανέλα και μέλι, πασπάτες, πατάτες τηγανιτές. Στο μικρό κουζινάκι στο διάδρομο που οδηγούσε στη σάλα τρεμόπαιζε πάντα η φλόγα από το άσβεστο καντήλι.Φοβόταν να περάσει μόνη της , νύχτα, απ' το κουζινάκι. Ένιωθε όλα εκείνα τα μάτια στα αποστεωμένα πρόσωπα των αγίων να την κοιτάνε. Όταν δεν είχε τιποτα η τηλεόραση ο παππούς έβαζε ράδιο. Έβρισκε σταθμούς με με νταούλια και ζουρνάδες και χόρευε. Πιανόταν και η γιαγιά μαζί του. Δυο γεροντάκια με χαμόγελα, ζάρες, μασέλες κι αγάπη.
Στο έπιπλο που είχαν την τηλεόραση μέσα από δεκάδες ετερόκλητες κορνίζες τα εγγόνια τους γελούσαν.



Το καλοκαίρι εκείνο του 2004 ο καρκίνος είχε πια για τα καλά θερίσει τα συκώτια του παππού. Σαν καντήλι άσβεστο δίπλα του η γιαγιά. Καμία Αγία Ειρήνη και κανένας Ιησούς δεν κατάφεραν να παρατείνουν εκείνες τις ευτυχισμένες μέρες. Η γιαγιά απ' την πολλή αγάπη που του είχε τον ακολούθησε ακόμα κι εκεί, στο Δρόμο για τον Κήπο.


Κάτι σαν κλικ άκουσε τότε μέσα της, κάτι σαν άδειασμα, σαν παράλυση. Σαν θυμός.Σαν βουή. Ένας αφόρητος πόνος που έκοβε την ανάσα, έκλεινε τη φωνή, κλείδωνε τα μάτια.Και δεν τους έκλαψε ποτέ.




Όποτε βρέχει κυλάει στα τζάμια όλος ο πόνος της απώλειας κι όλη η αγάπη που σαν μυρωδιά καμμένης ζάχαρης την πλημμύριζε κι έχει σιρόπι πηχτό στα σωθικά της απομείνει.

2 pLAymObIL:

Alexandra Tzavella aka chicumita είπε...

Πάρα πολύ ωραίο! Οι περισσότεροι έχουμε την ίδια εικόνα από τις γιαγιάδες μας. Φαντάσου όμως εμάς γιαγιάδες. Ούτε εκκλησία, ούτε σόμπα ούτε πατούνια. Ε, τα πιτάκια τα βολεύουμε...

ταξίδεψε η καρδιά κι αυτό μου φτάνει.. είπε...

kalws th.. :) [apantaw edw gia na to deis sigoura] koita, apo thn teleftaia fora pou me eides de 8a mporousa na mhn eimai kalytera.. an skeftei kaneis oti me eides me to frydi a la terzhs, aypnh, me thn pio xyma forma..xaxa.. x8es AISIWS teleiwsa thn e3etastikh.. kata ta alla....... kamia allagh.. 3ereis afth h hremia pou ap th mia 8elw na diatarax8ei kapws ki apo thn allh fovamai tis taraxes giati pote den 3ereis an 8a epiferoun arnhtika h 8etika apotelesmata.. opote eimai sthn plhrh apoxh toso apo thn pra3h oso kai apo thn adraneia (pws gnetai afto mh me rwtas..)

h katastash apo th fysh ths dykolh einai alla ws gnwston oi antoxes PANTA vriskontai.. esy..?

Template by:
Free Blog Templates

eXTReMe Tracker