5/9/12

εμείς οι άλλοι.


Σε παρακαλώ. Άκου αυτό.
Άκου το. Τώρα.
Κλείσε τα μάτια.
Πες μου τι βλέπεις
Γιάλοβα, Λιμνοθάλασσα, ερωδιοί και ροζ φλαμίνγκο.
Βοϊδοκοιλιά και ομορφιά απέραντη. Και απαράμιλλη.



Άμμος ψιλή, κοράλλια σπασμένα, θρύψαλλα, σκόνη, σχεδόν σκέτο χρώμα.  Μαζί με το κύμα που έρχεται-φεύγει. Μια ροζ αφήνουν στην άκρη του νερού γραμμή.



Κι Εμείς.
Εμείς.

- - - - - - - - - - - - - - - - - -

ταλαιπώρια. κρύο. σακατεμένα απ'την τρεχάλα κορμιά. ληστείες, αρρώστιες, μετακομίσεις, έρωτες, πάθη, καυγάδες, μπελάδες, πάρτυ, ποτά, μουσικάρες, παρέες, ποτάρες, ουζάρες, ξενύχτια, ατέλειωτες υπνάρες, πετσέτες απλωμένες μονίμως στο μπαλκόνι. και σεντόνια.




 βιβλία και τηλέφωνα και ένα σιντί του αλκίνοου που είχαμε σκυλοβαρεθεί να ακούμε τη νεροποντή αλλά δεν είχαμε και κανα άλλο, χαρτιά παντού παντού παντού, όλο τα συμμαζεύαμε κι όλο σκόρπια ήταν και δώστου να γράφουμε η μία στην άλλη σημειώματα, αγάπες μου το’να κι αγάπες μου τ’άλλο, να πάρεις γιαούρτι, να πάρεις ψωμί, κλέψε απ’ το ξενοδοχείο κανα ρολό χαρτί,
















 θα σας τα πω στο ρεπό, βάρδιες βραδινές, βάρδιες πρωινές, χανόμασταν και πιο πολύ δενόμασταν έτσι, έναν καφέ ξαπλωμένες παντού στα βίντατζ έπιπλα να πούμε τα νέα πριν προλάβει ο ήλιος του ρεπό να δύσει και αχ ιστορίες και ίντριγκες και φωνές, γέλια, χαμός, τι ατάκες, τι θυμοί, πόση κούραση, είχατε παιδάκια χτες, πώς πήγε; Γιατί να κοιμούνται οι μισές όταν οι άλλες δουλεύουν κι έχουμε χάσει τη βολή μας, ε, μαλάκες το χειμώνα να βρεθούμε, τι θα φάμε, πάμε μια μανταλένα και μετά πόρτες,



 κι έπειτα σπίτι σαγιοναράτες να σέρνουμε τα πόδια μας σε ένα μωσαϊκό από δικές μας φωτογραφίες,




 πόσο άραγε να αντέχουν στο χρόνο κι είναι στ’ αλήθεια αθάνατα αυτά τα πατώματα;





 Ώρες και μέρες να τρίβουμε το σπίτι για να αλλάξει χρώμα και σπίτι να λέγεται, ώρες και μέρες σαν έμβρυα, μήνες, σε μήτρες διπλές, τετραπλές, σε δωμάτια στη μεθώνη, 



με ξύπνημα άκυρο και οτοστόπ και τσιγάρο με κουβέρτες τυλιγμένες στο έναστρο μπαλκόνι και το κάστρο να μη φωτίζεται ποτέ κι ο ένας τοίχος να σείεται από τα γέλια από τις πορδές



 και να πηδάμε στα κρεβάτια για να βγάλουμε φωτό με τη λόμο και κύκλους να κάνουν οι δορυφόροι-φωτάκια γύρω από τους καρπούς μας για να βγει ένα σχήμα, πρωινό στα μπωλάκια και τα πλένεις στο μπάνιο με τα σαπουνάκια τα ψεύτικα κι άμα πας στη δουλειά ίσως χτυπήσεις πολύ και πονάς όποτε πας να γελάσεις και να θες συνεχώς να ξεκαρδιστείς, ύστερα πάλι μια μικρή αγκαλιά στα χωράφια της Γιάλοβας  με μπιρίμπα και σούπες ντοματένιες με πιπέρι να σε στέλνει πάλι στην αρχή γιατί υπήρξαν εισβολείς και τι ατυχία που όσα πήραν ήταν σπουδαία αλλά όχι όσο η φιλία που δεν μπορεί να παρθεί και πάρε σακούλα με τα βρακιά σου και καμιά μπλούζα γιατί θα κοιμηθείτε κάπου απόψε αλλά κανείς το πού δεν ξέρει και άλλο ζόρι κι άλλο μπελά κι άλλη πόλη κι άλλη Πύλος




 και τελικά χρειαζόταν κι άλλο στρίψιμο η λάμπα για να μπει στο φις και να κάνει επαφή και να ανάψει κι είμαστε όλες μας μαζί, φωτεινές, δυνατές και ζεστές, κίτρινες και πορτοκαλένιες, σαν μέρες καλοκαιριού, σαν φωτιά και σαν ήλιος και σαν λάμπας που άναψε και που καίει ακόμα,  φως. 



ε μ ε ί ς.
οι άλλοι.



Νίνα
Κατρίν
Κατερίνα
Όλγα


Template by:
Free Blog Templates

eXTReMe Tracker